- πρωτεύοντας
- πρωτεύωto be the firstpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
LYCIARCHAE — Graece Λυκιάρχαι, apud Strab. l. 14. p. 665. Ε᾿ν δὲ τῷ συνεδρίῳ, πρω̈τον μὲν Λυκιάρχης αἱρεῖται, εἶτὰ ἄλλαι αρχαὶ αἱ τȏυ συςτήματος δικαςτήριά τε ἀποδεικνυται κοινῆ. In concilio primum creatur Lyciarcha i. e. Lyciae Princeps tum reliqui eius… … Hofmann J. Lexicon universale